- εψήμετρο
- τοβλ. εψησίμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εψησίμετρο — και εψήμετρο και εψόμετρο, το θερμομετρικό και μανομετρικό όργανο με το οποίο παρακολουθείται το βράσιμο τών σακχαρούχων χυμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψηση (< ἕψω) + μέτρο] … Dictionary of Greek